Για τις ψυχές που μας κάνουν να γελάμε, αλλά μέσα τους πονάνε. Ήθελα καιρό να γράψω για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όλο το ανέβαλα, αλλά ήρθε η στιγμή....
Η αδερφή της γιαγιάς μου η Βαγγελιώ, όπως τη φωνάζαμε, ήταν η αγαπημένη μου.Δεν ξέρω το λόγο, αλλά από μωρό με προσέλκυε κοντά της, με έναν ξεχωριστό τρόπο. Ήταν μετρίου αναστήματος, αρκετά αδύνατη, μελαχρινή με ρυτίδες, καστανά μαλλιά και καστανά μελαγχολικά μάτια
Ήταν αυτό που λέμε,η ψυχή της παρέας. Μια ανοιχτή αγκαλιά για να κουρνιάσεις μέσα. Μόλις σε έβλεπε στεναχωρημένο, έκανε τα πάντα για να χαμογελάσεις και να ξεχαστείς. Πρώτα θα σου έκανε κάτι να φας, να πιεις και αν περίσσευε και για την ίδια, θα έτρωγε.
Έμενε σε ένα ορεινό χωριό της Βόρειας Ελλάδας, με την οικογένειά της και είχε γάτες. Τις λάτρευε, τις τάϊζε, τις πρόσεχε. Είχε έναν γάτο τον Σιλβέστρο στο χωριό και μια Σιαμέζα στο σπίτι της στην πόλη.
Ήμουν παιδί, καταλάβαινα ότι κάτι την απασχολούσε, αλλά δεν ήξερα τί ήταν αυτό. Συχνά την άκουγα να τραγουδά, "Θλιμμένο σούρουπο, ποτέ να μη νυχτώνει
γι’ αυτούς που ζούνε μόνοι" και " Καίγομαι καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, πνίγομαι πνίγομαι, πέτα με σε θάλασσα βαθιά". Δεν ξέρω τι καημό είχε η βασανισμένη της ψυχούλα, μακάρι να ήμουν μεγαλύτερη τότε και να μπορούσα να τη βοηθήσω. Τη θυμάμαι να πίνει που και που και να καπνίζει....
Ένα σούρουπο της τηλεφώνησα και την παρακαλούσα να έρθει σπίτι μας, για να κοιμηθούμε μαζί και να μην είναι μόνη της στο σπίτι.Για κάποιον άγνωστο λόγο, επέμενα τόσο πολύ και την ήθελα δίπλα μου, εκείνη τη μέρα. Μου είχε πει ότι είχε πονόδοντο και δεν γινόταν να έρθει. Το επόμενο πρωί έπαθε βαρύ εγκεφαλικό και μετά από κάποιες μέρες, του Αγίου Πνεύματος, η ψυχούλα της πέταξε ψηλά. Το σοκ ήταν μεγάλο για μένα, είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ, γιατί ήμουν μικρή και τότε κατάλαβα, ότι οι άνθρωποι δεν ζουν για πάντα. Το μεγαλύτερο σοκ το έπαθα, όταν είδα την ηλικία της στο νεκροταφείο. Ήταν γύρω στα 50 και η όψη της έδειχνε για 65+, ήταν νέα και εγώ νόμιζα ότι ήταν "γιαγιά".
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά πάντα ζει μέσα μου. Δεν μπορώ να καταλάβω, τι βάραινε τον εσωτερικό της κόσμο και πονούσε τόσο. Εύχομαι να είναι πλέον ήρεμη και κάποια στιγμή να ανταμώσουμε ξανά.
Δεν σε ξέχασα......
Η αδερφή της γιαγιάς μου η Βαγγελιώ, όπως τη φωνάζαμε, ήταν η αγαπημένη μου.Δεν ξέρω το λόγο, αλλά από μωρό με προσέλκυε κοντά της, με έναν ξεχωριστό τρόπο. Ήταν μετρίου αναστήματος, αρκετά αδύνατη, μελαχρινή με ρυτίδες, καστανά μαλλιά και καστανά μελαγχολικά μάτια
Ήταν αυτό που λέμε,η ψυχή της παρέας. Μια ανοιχτή αγκαλιά για να κουρνιάσεις μέσα. Μόλις σε έβλεπε στεναχωρημένο, έκανε τα πάντα για να χαμογελάσεις και να ξεχαστείς. Πρώτα θα σου έκανε κάτι να φας, να πιεις και αν περίσσευε και για την ίδια, θα έτρωγε.
Έμενε σε ένα ορεινό χωριό της Βόρειας Ελλάδας, με την οικογένειά της και είχε γάτες. Τις λάτρευε, τις τάϊζε, τις πρόσεχε. Είχε έναν γάτο τον Σιλβέστρο στο χωριό και μια Σιαμέζα στο σπίτι της στην πόλη.
Ήμουν παιδί, καταλάβαινα ότι κάτι την απασχολούσε, αλλά δεν ήξερα τί ήταν αυτό. Συχνά την άκουγα να τραγουδά, "Θλιμμένο σούρουπο, ποτέ να μη νυχτώνει
γι’ αυτούς που ζούνε μόνοι" και " Καίγομαι καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, πνίγομαι πνίγομαι, πέτα με σε θάλασσα βαθιά". Δεν ξέρω τι καημό είχε η βασανισμένη της ψυχούλα, μακάρι να ήμουν μεγαλύτερη τότε και να μπορούσα να τη βοηθήσω. Τη θυμάμαι να πίνει που και που και να καπνίζει....
Ένα σούρουπο της τηλεφώνησα και την παρακαλούσα να έρθει σπίτι μας, για να κοιμηθούμε μαζί και να μην είναι μόνη της στο σπίτι.Για κάποιον άγνωστο λόγο, επέμενα τόσο πολύ και την ήθελα δίπλα μου, εκείνη τη μέρα. Μου είχε πει ότι είχε πονόδοντο και δεν γινόταν να έρθει. Το επόμενο πρωί έπαθε βαρύ εγκεφαλικό και μετά από κάποιες μέρες, του Αγίου Πνεύματος, η ψυχούλα της πέταξε ψηλά. Το σοκ ήταν μεγάλο για μένα, είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ, γιατί ήμουν μικρή και τότε κατάλαβα, ότι οι άνθρωποι δεν ζουν για πάντα. Το μεγαλύτερο σοκ το έπαθα, όταν είδα την ηλικία της στο νεκροταφείο. Ήταν γύρω στα 50 και η όψη της έδειχνε για 65+, ήταν νέα και εγώ νόμιζα ότι ήταν "γιαγιά".
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά πάντα ζει μέσα μου. Δεν μπορώ να καταλάβω, τι βάραινε τον εσωτερικό της κόσμο και πονούσε τόσο. Εύχομαι να είναι πλέον ήρεμη και κάποια στιγμή να ανταμώσουμε ξανά.
Δεν σε ξέχασα......
Καλά έκανες και έγραψες για εκείνη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛένε πως όταν τους θυμόμαστε, είναι σαν να ζούνε ακόμα ή κάπως έτσι...
Καλή εβδομάδα Αριάδνη Στ.!
Τη γιαγιά μου έλεγαν Βαγγελιώ. Μικρασιατισσα (αν κρίνω από το τραγούδι που έλεγε η θεια-γιαγια σου μάλλον κι εκείνη μικρασιατισσα ήταν), ήταν βασανισμενη κι έμοιαζε πολύ μεγαλύτερη από ότι ηταν. Τραγουδούσε το "το γιλεκάκι που φορείς", έμεινε κατάκοιτη μετά από 3 εγκεφαλικά που έπαθε μετά το πρόωρο θάνατο της κόρης της και θείας μου. Αυτή μου θύμισες με αυτή την ανάρτηση. Ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε συγκλόνισες Αριάδνη μου, είθε να αναπαύεται εν ειρήνη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά πόσες τέτοιες βασανισμένες ψυχούλες υπάρχουν δίπλα μας με πόνο αγιάτρευτο !!Και όμως δίνουν απλόχερα την αγάπη τους στους ανθρώπους !!Καλόφθινόπωρο !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία και συγκινητική ανάρτηση Υπάρχουν πράγματι πολλές βασανισμένες ψυχούλες Καλό φθινόπωρο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι δικοί μας άνθρωποι μένουν πάντα ζωντανοί όταν τους θυμόμαστε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή