Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, καν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απόσπασμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απόσπασμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Σάββατο 22 Αυγούστου 2015
Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015
Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014
Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014
Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014
Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014
Παρασκευή 16 Μαΐου 2014
Παρασκευή 2 Μαΐου 2014
Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014
Στο ακρογιάλι της ουτοπίας (απόσπασμα) ~ Αλκυόνη Παπαδάκη
-Την ζωή δεν την φωτογραφίζουμε την ζωγραφίζουμε.
-Όταν η ψυχή δεν έχει χαρακιές δε βρίσκει δρόμο να τρέξει μέσα της ο καημός του άλλου.
-Ξέρω πως όλη η μαγεία , σ’ αυτήν τη φόρα για το λάθος κρύβεται.
-Όποτε έτρεξα κοντά σε ανθρώπους, γιατί νόμισα πως με φωνάζουν με την σκέψη τους, μάλλον δε μου βγήκε σε καλό . Πρόσθετα ένα σωρό ξένα φορτία , στην ήδη βαρυφορτωμένη ράχη μου.
-Σε κάθε τέλος , υπάρχει και μια αρχή.
-Αλλά εγώ μιλώ για την άλλη αγάπη. Την υπερβατική. Αυτή που ντύνει με βελούδο την ψυχή. Αυτή που διώχνει τους σκόρπιους από τη σκέψη. Αυτή που σπάει το συρματόπλεγμα του εαυτού σου. Αυτή που δε βγαίνει από το στόμα. Ξεχύνεται από την αφή και την ανάσα.
-Η μεγάλη ελευθερία οδηγεί εκεί ακριβώς που οδηγεί και η στέρησή της.
-Οι άνθρωποι είναι γεμάτοι χαρακιές . Μην τους βλέπεις σαν οφειλέτες σου. Κανείς δεν γεννήθηκε κακός. Να συγχωρείς.
-Η συγνώμη δίνεται σε αυτόν που την ζητάει . Αν δε σου τη ζητάνε, κι εσύ τη βγάζεις έτσι και τη σκορπάς αφειδώς, γίνεται ένα λοστάρι στα χέρια αυτών που έχουν βάλει στόχο την ψυχή σου.
-Δεν λέω ότι αγάπησα τον συνάνθρωπο . Είμαι όμως βέβαιη ότι τον ένιωσα . Ότι ήμουν κάποτε εκεί. Απίκο , όποτε με φώναξε. Τον άφησα να μου πλασάρει το ψέμα του, για να μπορέσει να σηκώσει την ψυχή του. Μοιράστηκα την τρέλα του ήπια από το ποτήρι του.
-Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τα φουγάρα των πλοίων , όταν ήταν έτοιμα να σαλπάρουν . Γιατί πάντα ήμουν έτοιμη να σαλπάρω κι εγώ για ένα άγνωστο ταξίδι. Τα φουγάρα της ψυχής μου έβγαζαν συνεχώς μαύρο πυκνό καπνό.
-Κι ακόμα , δεν έχω καταλήξει πόσο φταίνε οι “άλλοι” για την “καταστροφή” μας. Μήπως οι “άλλοι” είναι απλώς ένα άλλοθι που μας βολεύει; Λέω. δεν ξέρω. Εξαρτάται…
-Κανείς δεν είναι τόσο καλός, για να έχει το ελεύθερο να γίνει τιμωρός.
-Τί να την κάνω τελικά την ελευθερία μου, αφού δεν έχω κάποιον να την διεκδικεί…
-Δεν βρίσκω άλλη αιτία για την άφιξή μου σ’ αυτήν την γη. Ήρθα να δω την ομορφιά. Μήπως δεν είναι αρκετό;
-Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά την παγίδα τους. Μοιάζει να ψάχνουν κάπου να αιχμαλωτιστούν. Κάπου να πετάξουν την ελευθερία που ήδη κουβαλούν μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.
-Είναι κάποιοι άνθρωποι που “λείπουν” πολύ περισσότερο, όταν είναι παρόντες.
-Πότε ο “υπερβάλλων ζήλος” είχε το ποθητό αποτέλεσμα; Σε γελοιοποίηση δεν καταλήγει; Σκάει στο κεφάλι σου σαν σάπια ντομάτα.
- Τι ζωή πρέπει να την περιμένεις, όχι απλώς με ανοιχτή την πόρτα , αλλά έξω, στο κεφαλόσκαλο. Στο κεφαλόσκαλο και με ανοιχτή αγκαλιά.
Απόσπασμα απο το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Στο ακρογιάλι της ουτοπίας", το οποίο κυκλοφόρησε το 2005 απο τις εκδόσεις Καλέντης.
-Όταν η ψυχή δεν έχει χαρακιές δε βρίσκει δρόμο να τρέξει μέσα της ο καημός του άλλου.
-Ξέρω πως όλη η μαγεία , σ’ αυτήν τη φόρα για το λάθος κρύβεται.
-Όποτε έτρεξα κοντά σε ανθρώπους, γιατί νόμισα πως με φωνάζουν με την σκέψη τους, μάλλον δε μου βγήκε σε καλό . Πρόσθετα ένα σωρό ξένα φορτία , στην ήδη βαρυφορτωμένη ράχη μου.
-Σε κάθε τέλος , υπάρχει και μια αρχή.
-Αλλά εγώ μιλώ για την άλλη αγάπη. Την υπερβατική. Αυτή που ντύνει με βελούδο την ψυχή. Αυτή που διώχνει τους σκόρπιους από τη σκέψη. Αυτή που σπάει το συρματόπλεγμα του εαυτού σου. Αυτή που δε βγαίνει από το στόμα. Ξεχύνεται από την αφή και την ανάσα.
-Η μεγάλη ελευθερία οδηγεί εκεί ακριβώς που οδηγεί και η στέρησή της.
-Οι άνθρωποι είναι γεμάτοι χαρακιές . Μην τους βλέπεις σαν οφειλέτες σου. Κανείς δεν γεννήθηκε κακός. Να συγχωρείς.
-Η συγνώμη δίνεται σε αυτόν που την ζητάει . Αν δε σου τη ζητάνε, κι εσύ τη βγάζεις έτσι και τη σκορπάς αφειδώς, γίνεται ένα λοστάρι στα χέρια αυτών που έχουν βάλει στόχο την ψυχή σου.
-Δεν λέω ότι αγάπησα τον συνάνθρωπο . Είμαι όμως βέβαιη ότι τον ένιωσα . Ότι ήμουν κάποτε εκεί. Απίκο , όποτε με φώναξε. Τον άφησα να μου πλασάρει το ψέμα του, για να μπορέσει να σηκώσει την ψυχή του. Μοιράστηκα την τρέλα του ήπια από το ποτήρι του.
-Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τα φουγάρα των πλοίων , όταν ήταν έτοιμα να σαλπάρουν . Γιατί πάντα ήμουν έτοιμη να σαλπάρω κι εγώ για ένα άγνωστο ταξίδι. Τα φουγάρα της ψυχής μου έβγαζαν συνεχώς μαύρο πυκνό καπνό.
-Κι ακόμα , δεν έχω καταλήξει πόσο φταίνε οι “άλλοι” για την “καταστροφή” μας. Μήπως οι “άλλοι” είναι απλώς ένα άλλοθι που μας βολεύει; Λέω. δεν ξέρω. Εξαρτάται…
-Κανείς δεν είναι τόσο καλός, για να έχει το ελεύθερο να γίνει τιμωρός.
-Τί να την κάνω τελικά την ελευθερία μου, αφού δεν έχω κάποιον να την διεκδικεί…
-Δεν βρίσκω άλλη αιτία για την άφιξή μου σ’ αυτήν την γη. Ήρθα να δω την ομορφιά. Μήπως δεν είναι αρκετό;
-Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά την παγίδα τους. Μοιάζει να ψάχνουν κάπου να αιχμαλωτιστούν. Κάπου να πετάξουν την ελευθερία που ήδη κουβαλούν μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.
-Είναι κάποιοι άνθρωποι που “λείπουν” πολύ περισσότερο, όταν είναι παρόντες.
-Πότε ο “υπερβάλλων ζήλος” είχε το ποθητό αποτέλεσμα; Σε γελοιοποίηση δεν καταλήγει; Σκάει στο κεφάλι σου σαν σάπια ντομάτα.
- Τι ζωή πρέπει να την περιμένεις, όχι απλώς με ανοιχτή την πόρτα , αλλά έξω, στο κεφαλόσκαλο. Στο κεφαλόσκαλο και με ανοιχτή αγκαλιά.
Απόσπασμα απο το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Στο ακρογιάλι της ουτοπίας", το οποίο κυκλοφόρησε το 2005 απο τις εκδόσεις Καλέντης.
Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014
Ρίσκο ~ Αλκυόνη Παπαδάκη
Είσαι για ένα ταξίδι στ'ανοιχτά;
Είσαι για ένα ρίσκο;
Θελω να μου υποσχεθείς
πως δε θα πάρεις
μετεωρολογικό δελτίο.
Είσαι για ένα ρίσκο;
Θελω να μου υποσχεθείς
πως δε θα πάρεις
μετεωρολογικό δελτίο.
Πως δε θα χεις μαζί σου
προμήθειες και αποσκευές.
Πως δε θα γεμίσεις
το πλεούμενο με σωσίβια.
Θα δέσουμε την άγκυρά μας
στα φτερά των γλάρων.
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας
το πιο τρελό δελφίνι.
Θα σου χαρίσω
όλο το γαλάζιο του πελάγου.
Όλο το χρυσαφι του ήλιου.
Όλο το ροζ του δειλινού.
Να χεις χρώματα πολλά
να βάφεις τους πόθους και τις σκέψεις σου.
Θα γεμίσω τ'αμπάρι μας με ονειρα.
Να χεις πολλά.
Να μη φοβάσαι πως θα σου τελειώσουν.
Αν έχει λιακάδα θα απλώσουμε
τα δίχτυα της ζωής μας στην κουβέρτα
και θα μπαλώσουμε τις τρύπες
που μας ανοιξαν τα σκυλόψαρα.
Αν έχει βροχή θα βγάλουμε τη ψυχή μας
στ΄άλμπουρο να ξεπλυθεί.
Είσαι επιτέλους, για ένα ταξίδι στ ανοιχτά;
Για ένα ρίσκο;
Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014
"Τι σου είναι η αγάπη τελικά" ~ Αλκυόνη Παπαδάκη
'Έτσι είναι όλες οι φυγές των ανθρώπων που ψάχνουν ένα απάγκιο για τη γυμνή ψυχή τους..
Μια πορεία σ' ένα δρόμο..
Χωρίς όριο ταχύτητας.. Χωρίς σήματα να πληροφορούν για κλειστές στροφές, για αδιέξοδα, για γκρεμούς, για κατολισθήσεις..
Μια πορεία σ' ένα δρόμο..
Χωρίς όριο ταχύτητας.. Χωρίς σήματα να πληροφορούν για κλειστές στροφές, για αδιέξοδα, για γκρεμούς, για κατολισθήσεις..
Αν είσαι πολύ τυχερός, μπορεί να συναντήσεις κάποιον εκεί, στην άκρη του γκρεμού, που ξεχάστηκε μαζεύοντας κυκλάμινα από τις σχισμές των βράχων..
Αυτός μπορεί να σου δώσει την πληροφορία που ζητάς..
Μπορεί να σε πάρει από το χέρι και να περπατήσετε μαζί στο δρόμο της επιστροφής..
Άσε που θα χει μαζί του, έμπειρος αυτός, ένα παγούρι δροσερό νερό να βρέξεις τα ξεραμένα χείλη σου και να χαμογελάσεις χωρίς να ματώσεις..
.... Πρέπει να είσαι όμως από τους πολύ τυχερούς..''
Απόσπασμα απο το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Τι σου είναι η αγάπη τελικά"
Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014
Μαρία Πολυδούρη~Ανεπίδοτη επιστολή
Αγαπητοί φίλοι!
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτο φυγή. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι – οι λίγοι – προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… – ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους – δεν τόλμησε να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν – είμασταν – δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…
Μα, από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω – αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή – μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσέ με – θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.
Με αγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτο φυγή. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι – οι λίγοι – προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… – ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους – δεν τόλμησε να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν – είμασταν – δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…
Μα, από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω – αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή – μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσέ με – θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.
Με αγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη
Ετικέτες
αγάπη,
απόσπασμα,
γράμμα,
επιστολή,
έρωτας,
ζωή,
Κώστας Καρυωτάκης,
Μαρία Πολυδούρη,
ποιήμα,
χάρος,
ψυχή
Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013
Ερωτική επιστολή της Πηνελόπης Δέλτα στον Ίωνα Δραγούμη
27.7.1906
«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα... Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ιων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...»
Η πρώτη συνάντηση της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνα Δραγούμη, ήταν στις αρχές του 1900 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σύντομα τα αισθήματά τους άλλαξαν. Ο έρωτάς τους έμεινε ανεκπλήρωτος λόγω των κοινωνικών κατεστημένων της εποχής.
Έρευνα: Αριάδνη Στεφανίδου
«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα... Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ιων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...»
Η πρώτη συνάντηση της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνα Δραγούμη, ήταν στις αρχές του 1900 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σύντομα τα αισθήματά τους άλλαξαν. Ο έρωτάς τους έμεινε ανεκπλήρωτος λόγω των κοινωνικών κατεστημένων της εποχής.
Έρευνα: Αριάδνη Στεφανίδου
Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013
Αλκυόνη Παπαδάκη: "Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί..."
«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»
«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»
«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με περιμένεις…»
«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν. Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»
«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το βλέμμα της απουσίας.»
«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα ‘’πατουχάκια’’ σου…»
«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»
«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»
«Αυτό το ''απόλυτα εντάξει'' πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«"Να ονειρεύεσαι ..." μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι ...
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι ...Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν! Έχει και παρακάτω ...; Έχει κι άλλο ...
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»"Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»
«Άσχετο, αλλά: Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους. Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων. Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους. Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή. Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους. Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα. Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι. Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»
«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»
«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»
«Αυτό το ''απόλυτα εντάξει'' πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«"Να ονειρεύεσαι ..." μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι ...
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι ...Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν! Έχει και παρακάτω ...; Έχει κι άλλο ...
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»"Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»
«Άσχετο, αλλά: Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους. Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων. Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους. Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή. Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους. Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα. Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι. Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»
«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»
Αλκυόνη Παπαδάκη
Απόσπασμα απο το βιβλίο "Βαρκάρισσα της Χίμαιρας"
Εκδόσεις Καλέντης, 2001
Αλκυόνη Παπαδάκη
Απόσπασμα απο το βιβλίο "Βαρκάρισσα της Χίμαιρας"
Εκδόσεις Καλέντης, 2001
Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009
Απόσπασμα απο τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα
Λεονάρντο:
Εκεί που δεν μπορούν να ’ρθούνε
όσοι μας κυνηγάνε τώρα.
Εκεί που θα μπορώ να σε κοιτάζω !
Το ξέρω. Έπρεπε να σ’ αφήσω.
αν είχα νου για να σκεφτώ.
Μα από κοντά σου δεν μπορώ
να φύγω πια. Κι εσύ, το ίδιο.
Δοκίμασε. Κάν’ ένα βήμα.
Καρφιά του φεγγαριού καρφώσαν
τη μέση μου με τους γοφούς σου.
Θα μας χωρίσουν, όταν μονάχα
θα ’χω πεθάνει.........
Εκεί που δεν μπορούν να ’ρθούνε
όσοι μας κυνηγάνε τώρα.
Εκεί που θα μπορώ να σε κοιτάζω !
Το ξέρω. Έπρεπε να σ’ αφήσω.
αν είχα νου για να σκεφτώ.
Μα από κοντά σου δεν μπορώ
να φύγω πια. Κι εσύ, το ίδιο.
Δοκίμασε. Κάν’ ένα βήμα.
Καρφιά του φεγγαριού καρφώσαν
τη μέση μου με τους γοφούς σου.
Θα μας χωρίσουν, όταν μονάχα
θα ’χω πεθάνει.........
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)